Στις παλιές φωτογραφικές μηχανές, οι λειτουργίες προώθησης του φιλμ και όπλισης του κλείστρου ήταν διακριτές. Αυτό οδηγούσε συχνά σε διπλοεκθέσεις, αφού ο φωτογράφος όπλιζε το κλείστρο αλλά ξεχνούσε να προωθήσει το φιλμ. Το αποτέλεσμα ήταν, φυσικά, καταστροφικό. Με τα χρόνια οι δύο λειτουργίες συγχωνεύτηκαν, δε γινόταν πια να οπλίσεις το κλείστρο χωρίς να προωθήσεις ταυτόχρονα και το φιλμ. Έτσι οι φωτογράφοι γλίτωσαν από τα τυχαία «λάθη» των διπλοεκθέσεων.
Διπλοέκθεση κατά παραγγελία
Καμία φορά όμως ένα λάθος μπορεί να δημιουργήσει μια διαφορετική οπτική, μια φωτογραφία που δεν υπήρχε στο μυαλό του φωτογράφου κατά τη λήψη αλλά η τύχη συναίνεσε ώστε να δημιουργηθεί. Πέρα από τις κατά λάθος διπλοεκθέσεις, υπάρχουν και οι επιθυμητές διπλοεκθέσεις, εκεί όπου ο φωτογράφος προσκαλεί την τύχη και το άγνωστο να παίξουν το ρόλο τους στο τελικό αποτέλεσμα. Ο πιο απλός τρόπος για να μυηθεί κάποιος στις διπλοεκθέσεις είναι να αποκτήσει μια φωτογραφική μηχανή που έχει αντίστοιχη λειτουργία. Τα πιο ακριβά μοντέλα του παρελθόντος συνήθως είχαν ένα συγκεκριμένο πλήκτρο (ή ένα συνδυασμό κινήσεων κατά την όπλιση του κλείστρου) για να επιτρέψουν την ηθελημένη διπλοέκθεση. Ο φωτογράφος έτσι μπορούσε να τραβήξει δυο διαδοχικά καρέ, το ένα πάνω στο άλλο. Αλλά, αυτό δεν είναι υπερβολικά ελεγχόμενο για κάποιον που θέλει την τύχη και το άγνωστο να παίξουν ακόμα περισσότερο ρόλο στις εικόνες του;
Διπλοέκθεση ολόκληρου φιλμ
Ένα πολύ πιο ενδιαφέρον «παιχνίδι» είναι η διπλοέκθεση ολόκληρου φιλμ. Το μόνο που χρειαζόμαστε είναι μια μηχανή με χειροκίνητο film rewind. Φορτώνουμε το φιλμ στη μηχανή, και το τραβάμε ολόκληρο, έχοντας στο νου μας ότι το υλικό που έχει μέσα θα χρησιμεύσει ως «χαλί» για τις επόμενες λήψεις. Ιδανικά τραβάμε θέματα με λίγο φως (π.χ. νυχτερινές σκηνές) ή το τραβάμε με ένα στοπ υπο-έκθεση, έτσι ώστε να αφήσουμε «φωτιστικό χώρο» για να μπορέσουν να καταγραφούν και οι επόμενες λήψεις. Μετά από δυο-τρία φιλμ θα είμαστε σε θέση να επιλέγουμε καλύτερα τις ρυθμίσεις για τις «φωτογραφίες-χαλιά», αφού με την εξάσκηση έρχεται και η εμπειρία. Όταν τελειώσουμε το φιλμ, αρχίζουμε τη διαδικασία του film rewind. Δεν βιαζόμαστε πολύ και έχουμε τη μηχανή κοντά στο αυτί μας, διότι περιμένουμε να ακούσουμε το «κλικ» που θα κάνει ο οδηγός του φιλμ όταν απεγκλωβιστεί από το film spool. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή σταματάμε να γυρίζουμε το φιλμ, έτσι ώστε να μείνει ο οδηγός έξω από την κασέττα. Μόλις αποκτήσαμε ένα φιλμ που μπορούμε να ξανατραβήξουμε, είτε με την ίδια είτε με οποιαδήποτε άλλη μηχανή.
Η δεύτερη φορά
Φορτώνουμε το φιλμ μας στην επόμενη μηχανή. Τα καρέ είναι σχεδόν σίγουρο πως δεν θα συμπέσουν, αλλά αυτό δε μας απασχολεί και πολύ. Το μόνο που μας απασχολεί είναι να βρούμε κάποιο ενδιαφέρον θέμα για να αποτυπώσουμε πάνω στο φιλμ μας. Πρέπει πάντα να θυμόμαστε ότι το φως λειτουργεί αθροιστικά στη φωτογραφία. Οι δεύτερες εικόνες θα γράψουν πάνω από τις πρώτες μόνο στα σημεία που είναι πιο φωτεινές, οπότε θέλουμε θεματολογία με σχετικά υψηλή αντίθεση. Ένας ωραίος συνδυασμός είναι τοπία με πορτραίτα, ειδικά αν στα πορτραίτα υπάρχει ωραίο κατευθυντικό φως, όπως το απευθείας φως του ήλιου μέσα από ένα παράθυρο, ή το φως που δίνουν τα studio flash. Τα τοπία θα παραμείνουν στο μεγαλύτερο μέρος του καρέ αλλά θα «υποχωρήσουν» στα σημεία που θα δεχθούν πολύ φως.
Στην πράξη
Για τις ανάγκες της δοκιμής μας, φορτώσαμε ένα παλιό slide film σε μια compact Olympus XA, με την οποία τραβήξαμε τυχαίες εικόνες, σε διάφορους τυχαίους χρόνους. Για τη δεύτερη φορά χρησιμοποιήσαμε μια Leica με ένα 50mm φακό, για μια σειρά από πανομοιότυπα πορτραίτα. Το πρωινό φως που έμπαινε από ένα παράθυρο αποδείχθηκε ιδανικό, αφού φώτιζε μόνο το μοντέλο και άφηνε μεγάλο μέρος του κάδρου στο σκοτάδι. Τα «πανομοιότυπα πορτραίτα» είναι μια αναγκαία πρακτική, αφού ποτέ δε μπορείς να ξέρεις αν μια καλή πόζα του μοντέλου είναι άτυχη και πέσει πάνω σε λάθος φωτογραφία. Όπως αποδείχθηκε μετά την εμφάνιση, η Leica κέντραρε τα δικά της καρέ πάνω στο χώρισμα των καρέ της Olympus. Αυτό δε μας ενόχλησε, αφού πλέον το μοντέλο μας είχε περισσότερο χώρο για να «γράψει». Η πιο εύκολη διαδικασία για σκανάρισμα του φιλμ είναι να χρησιμοποιηθεί κάποιο flatbed scanner και να σκαναριστεί σε ολόκληρες εξάδες, έτσι ώστε να υπάρχει η ευχέρεια να κροπαριστούν μετά κατά το δοκούν.
Το αποτέλεσμα ήταν αρκετά ιδιαίτερο, ειδικά αν συνυπολογίσουμε ότι όταν το φιλμ τραβήχτηκε για πρώτη φορά, δεν γνωρίζαμε ακόμα πως θα αξιοποιηθεί τη δεύτερη. Ένα καλό tip που μένει για την επόμενη φορά είναι ότι αν ξέρουμε εκ των προτέρων σε τι συνθήκες θα τραβηχτεί το φιλμ τη δεύτερη φορά, μπορούμε ανάλογα να επιλέξουμε τις «φωτογραφίες-χαλιά». Ο παράγοντας τύχη παίζει, φυσικά, μεγάλο ρόλο, αλλά απ’ ότι φαίνεται το αποτέλεσμα είναι τέτοιο που μας επιτρέπει να «στηριχθούμε» στην τύχη μας, ειδικά αν έχουμε κάνει καλή προετοιμασία. Η φωτογραφική διαδικασία, άλλωστε, πάντα άφηνε γενναιόδωρο χώρο στο τυχαίο, γνωρίζοντας ότι όσο κυνηγάς την τύχη σου, τόσο σε ανταμοίβει.
Αναδημοσίευση από τον ΦΩΤΟγράφο 241