Ένα από τα βασικότερα προβλήματα του επαγγελματία φωτογράφου είναι η απόφαση να μπει σε ένα σύστημα. Το ύψος της επένδυσης είναι σοβαρό και δεν το ρυθμίζει τόσο το κόστος του σώματος όσο των φακών. Οι καλοί φακοί κοστίζουν πολύ και διαρκούν αρκετά χρόνια, με ωφέλιμη ζωή πολύ μακροβιότερη από τα –ψηφιακά- σώματα.
Το θέμα είναι ότι το σύστημα το παντρεύεται ο φωτογράφος γιατί αν κάποια στιγμή και για κάποιους λόγους αποφασίσει να αλλάξει στρατόπεδο, δεν θα μπορέσει να ανακτήσει το μεγαλύτερο μέρος των χρημάτων που έχει επενδύσει. Για αυτό και πολλοί χρήστες μένουν επ’ άπειρον «φυλακισμένοι» σε ένα σύστημα που υπό άλλες συνθήκες θα είχαν εγκαταλείψει. Γιατί έχουν δώσει πάρα πολλά χρήματα για τους φακούς.
Tα τελευταία νέα από τη Sigma θα ηχήσουν σαν μουσική στα αυτιά όσων σκέπτονται να αλλαξοπιστήσουν. Με τη σειρά Global Vision επιχειρεί να βάλει ένα τέλος στο δίλημμα αφού θα είναι εφικτό να αλλάζει κανείς μοντούρα στέλνοντας το φακό στα κεντρικά στην Ιαπωνία. Το κόστος δεν θα είναι τεράστιο. Mόνον (?) $250, και θα περιλαμβάνει εκτός από την αλλαγή της μοντούρας και τη σύνδεση των ηλεκτρονικών μερών, πλήρες καλιμπράρισμα, πιστοποίηση της απόδοσης και πρόσθετη εξάμηνη εγγύηση!
Προς το παρόν η σειρά Sigma Global Vision περιλαμβάνει δύο φακούς DSLR full frame, τρείς APS-C και τρεις για Mirrorless/CSC. Όπως μάθαμε, τουλάχιστον στο αρχικό στάδιο όλες οι σχετικές εργασίες αλλαγής/αναβάθμισης θα γίνονται σε εργοστασιακές εγκαταστάσεις της στην Ιαπωνία και όχι σε service centers ανά τον κόσμο. Ο χρήστης επίσης θα επιβαρύνεται τα μεταφορικά και την ασφάλιση που ίσως αποτελεί μια αξιοπρόσεκτη επιπλέον δαπάνη. Από την άλλη μεριά θα έχει την εργοστασιακή εξασφάλιση και ο φακός του θα περνά εξατομικευμένο τεστ κάτι που δεν γίνεται καν στον ποιοτικό έλεγχο της αρχικής παραγωγής δηλ. γνωρίζουμε ότι μόνον δειγματοληπτικά ένα ποσοστό των παραγόμενων φακών περνά από benchtest. Στην περίπτωση αλλαγής μοντούρας κάθε φακός θα περνά τον έλεγχο των τεχνικών, θα αναβαθμίζεται το firmware και μετά θα φεύγει 100% τσεκαρισμένος.
Με την κίνηση αυτή η Sigma στέλνει ένα ηχηρό ανταγωνιστικό μήνυμα προς τους άλλους κατασκευαστές. Είναι αλήθεια ότι τα τελευταία χρόνια ο τομέας των οπτικών είναι σε μια στασιμότητα. Δεν είχαμε κάποια επαναστατική εξέλιξη στην τεχνολογία, ούτε στην βιομηχανική παραγωγή. Οι τιμές έχουν πάρει την ανιούσα εν μέρει διότι το μεγαλύτερο μέρος της αγοράς μοιράζονται οι δύο ισχυρότερες εταιρίες του κλάδου, δηλ. η Canon και η Nikon. Στον ορίζοντα δεν φαίνεται κάτι ικανό να αναθερμάνει τη ζήτηση που είναι μεν καλή γιατί τώρα ωριμάζει η αγορά των DSLR και mirrorless αλλά όχι υπερβολικά ενθαρρυντική για το μέλλον. Η συμβατότητα cross platform που εισηγείται η Sigma μοιάζει κομμένη και ραμμένη στα μέτρα των επαγγελματιών. Σίγουρα δεν αφορά φθηνούς φακούς και δεν έχει νόημα με δεδομένο το σχετικά υψηλό αλλά όχι παράλογο για το περιεχόμενο της υπηρεσίας κόστος.
Μια ρετροσπεκτίβα στην ιστορία μας αποδεικνύει ότι η ιδέα δεν είναι πρωτότυπη. Η Tamron στη δεκαετία του 1970 και 1980 είχε φέρει στην αγορά το σύστημα Adaptall και Adaptall-2 για όλες σχεδόν τις μοντούρες της εποχής. Μόνο που τότε τα πράγματα ήταν τελείως απλά με μόνον μηχανικές συνδέσεις ανάμεσα στη μηχανή και το φακό. Τώρα βέβαια στην ψηφιακή εποχή της εικόνας με τόσα υποσυστήματα, μοτέρ οδήγησης, ηλεκτρονικές επαφές, εσωτερικά συστήματα οπτικής σταθεροποίησης κλπ. οι φακοί έχουν πολλαπλάσια πολυπλοκότητα και δυσκολία αντιστοίχησης από κατασκευαστή σε κατασκευαστή. Κατά συνέπεια, το εγχείρημα της Sigma κάτω από αυτό το πρίσμα αποκτά ακόμη μεγαλύτερη αξία και αξίζει την επικρότηση.