Rue des Saules, 1924. Λάδι σε καμβά. Ζωγραφικό έργο του H. Cartier-Bresson. (Ανήκει στο Ίδρυμα H. Cartier-Bresson)
‘’…Όταν βρισκόμουν στη Σοβιετική Ένωση για τις ανάγκες ενός βιβλίου μου (Σ.Σ.: Σχετικά με την ΕΣΣΔ, κυκλοφόρησε το 1973) μου ζητήθηκε να κάνω μια ομιλία σε Σοβιετικούς φωτογράφους και στη συνέχεια να απαντήσω στις ερωτήσεις τους. Περίμενα καμιά τριανταριά αλλά ήρθαν τρακόσιοι.
Άρχισαν όλοι να με φωτογραφίζουν μανιωδώς, γεγονός που με έκανε έξαλλο.
Η γυναίκα μου με επέπληξε λέγοντάς μου ότι είμαι υστερικός. Ύψωσα πολύ την φωνή μου και οργισμένα τους ζήτησα να σταματήσουν να με φωτογραφίζουν. Κατέβασαν αμέσως όλοι τους τις μηχανές και πάρα πολύ ευγενικά άρχισαν να μου θετούν διάφορες ερωτήσεις. Ομολογώ ότι καμία από αυτές δεν ήταν βλακώδης. Κάποια στιγμή ένας κύριος από το ακρωατήριο με ρώτησε: “O Cartier – Bresson φωτογραφίζει τα όνειρά του;”
Όλοι ξέσπασαν σε τρανταχτά γέλια. Δεν δίστασα καθόλου να απαντήσω λέγοντας “Ασφαλώς”. Και αυτή η στιχομυθία στάθηκε αφορμή να μιλήσουμε στη συνέχεια για την διαίσθηση, την συνάφεια και την ασυνάφεια των αισθήσεων και των πραγμάτων.
Είναι πολύ σημαντικό κατά τη γνώμη μου αυτό το τείχος που υψώνεται μέσα μας ενάντια στον δογματισμό εξαιτίας της διαίσθησης και όχι εξαιτίας των κανόνων. Αναφέρομαι σε αυτό που γεννιέται κάποια στιγμή μέσα μας από τα βαθύτερα όνειρά μας και δεν το αντιλαμβανόμαστε. Αυτό ακριβώς το μεγαλείο υπηρετεί η φωτογραφία. Ακριβώς όπως συμβαίνει όταν σχεδιάζουμε
ή ζωγραφίζουμε και βλέπουμε τον πίνακα να σχηματίζεται κάτω από τα δάκτυλά μας. Συμβαίνει ακριβώς το ίδιο όταν μπαίνουν στο ίδιο μήκος κύματος οι άνθρωποι, τα πράγματα και η δουλειά μας.
Δεν ενδιαφέρομαι να αποδείξω κάτι. Μου είναι εξαιρετικά βαρετό. Ομολογώ ότι είμαι πολύ κακός ρεπόρτερ και φωτοδημοσιογράφος. Την περίοδο που το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης τις Νέας Υόρκης το 1946, φιλοξενούσε έκθεση της δουλειάς μου, ο φίλος μου Robert Capa μου είχε πει: “Henri, πρόσεξε πολύ. Απέφυγε με κάθε τρόπο την ετικέτα του σουρεαλιστή φωτογράφου. Γιατί σε αντίθετη περίπτωση, δεν θα σου αναγνωριστεί κανένα ρεπορτάζ και θα μοιάζεις σαν φυτό εσωτερικού χώρου. Κάνε ό,τι θέλεις, όμως η ετικέτα σου θα πρέπει να είναι αυτή του φωτοδημοσιογράφου’’.
Ο Capa μου μίλησε με πολλή σύνεση. Τον άκουσα κι έτσι έκτοτε πότε δεν μίλησα για σουρεαλισμό. Δεν με αφορά. Αυτό που θέλω, αυτό που αναζητώ αφορά μόνον εμένα. Διαφορετικά δεν θα έκανα ποτέ ούτε μία δουλειά φωτορεπορτάζ.
Η δημοσιογραφία είναι ένα είδος απολογισμού γι` αυτό κάποιοι δημοσιογράφοι είναι εξαιρετικοί συγγραφείς ενώ κάποιοι άλλοι περιορίζονται στην απλή απαρίθμηση των γεγονότων και τα γεγονότα δεν είναι από μόνα τους ενδιαφέροντα. Αυτό που έχει αξία είναι ή προσωπική μας ματιά σ` αυτά. Στη φωτογραφία, υφίσταται αυτό που αποκαλούμε ‘‘επίκληση’’. Ορισμένες φωτογραφίες μοιάζουν με διηγήματα του Τσέχοφ ή του Μοπασάν. Μπορεί να είναι φευγαλέες περιέχουν όμως μέσα τους έναν ολόκληρο κόσμο κάτι που δεν το αντιλαμβανόμαστε τη στιγμή της λήψης. Αυτό το υπέροχο πράγμα συμβαίνει με την φωτογραφική μηχανή και αυτό αναβλύζει μέσα από τον καθένα μας.
Είμαι πολύ απωθητικός, σε ακραία βαθμό θα έλεγα και πολύ ανιαρός για τους φίλους και για την οικογένειά μου. Είμαι ένα μάτσο νεύρα. Όμως έχω ένα φωτογραφικό ατού. Ποτέ δεν σκέφτομαι. Αντιδρώ γρήγορα! Και κάνω αμέσως το κλίκ!
Η φωτογραφία όπως την αντιλαμβάνομαι μοιάζει με σχέδιο. Είναι σαν μια σκιά που φτιάχνουμε σηκώνοντας τα χέρια μας ψηλά και δεν μπορούμε να διορθώσουμε.
Αν πρέπει, γίνεται μόνον με την επόμενη φωτογραφία. Όμως η ζωή είναι πολύ ρευστή. Συχνά οι εικόνες χάνονται από μπροστά μας χωρίς να μπορούμε να κάνουμε κάτι. Δεν μπορείτε να πείτε στο πρόσωπο που φωτογραφίζεται ‘’Παρακαλώ ξαναγελάστε’’, ‘’Παρακαλώ ξανακάντε την ίδια χειρονομία’’. Η ζωή ποτέ δεν είναι ίδια. Μας δείχνει πάντοτε ένα νέο πρόσωπο…’’
Για την αντιγραφή: Τ. Τζίμας
* Το παραπάνω κείμενο αποτελεί μικρό απόσπασμα συνέντευξης του H. C. Bresson που δόθηκε στην Sheila Turner-Seed και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Popular Photography, Nο 5 τον Μάϊο του 1974.